Proza-Πεζογραφία
Η μάνα έκλαιγε με την φωνή και καταριόταν και φοβέριζε. Ξαφνικά έπαψε και άλλαξε η φωνή της. Σα να γέμισε ξαφνικά το στόμα της με μια βούκα μαλακού ψωμιού και η φωνή της ακούστηκε μαλακιά και πνιγμένη αυτή είναι η οικογένειά μου; Τώρα κι αυτήν την ώρα εδώ τώρα εδώ κατάλαβα πως εγώ παντρεύτηκα έναν άντρα. Αυτόν εδώ αλλά ο άντρας μου είναι παντρεμένος από χρόνια με άλλη γυναίκα που ποτέ δεν την είδα. Έκανα τέσσερα παιδιά κι ένα από αυτά θα γίνει κήρυκας. Αλλά ποτέ δεν είδα τα πραγματικά μου παιδιά και μου έφεραν αυτά τα τέσσερα που είναι άλλης μάνας. Ούτε εκείνης που παντρεύτηκε ο πατέρας τους αλλά και ο πατέρας τους δεν είναι αυτός που κοίτεται εδώ. Αυτές είναι οι οικογένειες των ανθρώπων. Ραγισματιές απ’ όπου μπαίνουν οι άνθρωποι στον κόσμο. Παραφυλάν ύπουλα κι αθόρυβα γλυστράν προσέχοντας και μπαίνουν. Παίρνουν τη θέση πάντα καποιανού που δεν τον ξέρω όμως εγώ τον αγαπούσα. Αλλά είναι άγνωστοι άνθρωποι και κρύβονται πίσω από τις συγγένειες και μοναχά εγώ είμαι η ίδια είμαι αυτή από αιώνες είμαι αυτή και μοναχή χωρίς καμμιάν οικογένεια δικιά μου έρημη στον κόσμο από τότε που γεννήθηκε ο κόσμος κι εγώ γεννήθηκα μαζί του μονάχα εγώ. Καμμένη! με μια φριχτή απορία εκοίταζε γύρω τους ανθρώπους. Αλλά με πεποίθηση κι εγκαρτέρηση και μοναχά ο κήρυκας εκατάλαβε την σπουδαία σημασία αυτών των λόγων της μητέρας του.