Proza-Πεζογραφία
Η “Κυρία Κούλα” του Μένη Κουμανταρέα είναι ένα κείμενο εξαιρετικά δυνατό μέσα στη λιτότητά του, μια νουβέλα που δεν της περισσεύει ούτε μια λέξη. Η γλώσσα του κειμένου είναι αιχμηρή κι ο τρόπος της αφήγησης – με τον διάλογο να κρύβεται μέσα στον πλάγιο λόγο και το πρώτο να εναλλάσσεται με το τρίτο πρόσωπο χωρίς καν να το καταλάβεις – πρωτοποριακός.
Η ιστορία μοιάζει απλή, σχεδόν τετριμμένη, μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, παντρεμένη, με δύο κορούλες, που δουλεύει στην εφορία, παίρνει κάθε μέρα τον Ηλεκτρικό για να πάει από την Κηφισιά που είναι το σπίτι της, στο Μοναστηράκι όπου δουλεύει. Κάθε μέρα συναντά έναν νεαρό, τον Μίμη, που είναι δεν είναι είκοσι χρονών. Στην αρχή ανταλλάσσουν μόνο βλέμματα, έπειτα όσο περνούν οι μέρες ξεθαρρεύουν και τελικά καταλήγουν σε μια υπόγεια γκαρσονιέρα στον Άγιο Νικόλαο.
Η σχέση τους είναι από την αρχή θνησιγενής. Η κυρία Κούλα ποτέ δεν θα άφηνε τον γάμο της- που δεν διάλεξε αλλά συνήθισε και τη βολεύει-, κι ο Μίμης είναι ένας νεαρός που αρέσκεται στο να πλαγιάζει με μεγαλύτερες, η Κούλα είναι μάλλον μία από τις πολλές κατακτήσεις του. Το φως πέφτει από την αρχή στην Κούλα, ο Μίμης χρησιμεύει ως όχημα για την αφήγηση.
Η ιστορία της Κούλας είναι γνώριμη, μια ζωή τακτοποιημένη με το ρολόι, δέσμια της συνήθειας, όπου η δουλειά είναι ο μόνος τρόπος διαφυγής. Ο γάμος της είναι συμβατικός, ούτε βλέφαρο δεν κουνά ο σύζυγος όταν αργεί να γυρίσει το βράδυ. Ακόμα και με τις κορούλες της δεν μπορεί να έχει πραγματική σχέση, αποξενωμένη, σαν να τις έκανε για να γλιτώσει από τον τίτλο της γεροντοκόρης. Μια ζωή χαμένη και ματαιωμένη. Η σχέση της με τον Μίμη είναι μια αναλαμπή, που τελικά τρομάζει την Κούλα και δεν χρειάζεται παρά να αργήσει δυο τρεις φορές στον Ηλεκτρικό για να την τερματίσει.
Η πυκνότητα του κειμένου είναι τέτοια που σε ξεγελά, νομίζεις πως καθένας θα μπορούσε να γράψει μια ίδια ιστορία. Αυτό όμως είναι αδύνατο. Αυτού του είδους το γράψιμο, με ύφος προσωπικό και αναγνωρίσιμο, ανήκει μόνο στους μεγάλους λογοτέχνες, και ελάχιστοι μπορούν να το κατακτήσουν. Ο Μένης Κουμανταρέας δεν ανήκει τυχαία στο Πάνθεον της λογοτεχνίας μας. Τα βιβλία του αφήνουν την αίσθηση του μακρινού, του ανοίκειου, ενώ μιλούν για πράγματα που συμβαίνουν συνέχεια γύρω μας ή και σε μας τους ίδιους. Κι αυτός είναι ο τρόπος για να μετατραπεί η καθημερινότητα σε έργο τέχνης.